απωστος

απωστος
    ἀπωστός
    3
    1) изгнанный
    

(γῆς Her., Soph.)

    2) отогнанный
    

οὐκ ἀπωστοὴ ἔσονται Her. — их нельзя будет отогнать


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απωστος" в других словарях:

  • ἀπωστός — thrust masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απωστός — βλ. απωθώ …   Dictionary of Greek

  • ἀπωστόν — ἀπωστός thrust masc acc sg ἀπωστός thrust neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωστοί — ἀπωστός thrust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»